- συννεωτερίζω
- ΜΑμαζί με άλλους επιχειρώ νεωτερισμούς, κυρίως ανατρεπτικούς («μέγας αἰὼν ἀεὶ ξυννεωτερίζων τοῑς πράγμασι τὰ πολλὰ τῶν καθεστώτων», Πρόκλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + νεωτερίζω «επιχειρώ κάτι καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς»].
Dictionary of Greek. 2013.